ἱππαναβάτης

ἱππαναβάτης
ἱππ-αναβάτης [βᾰ], ου, ,
A mounted man, PLond.1821.80.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιππαναβάτης — ἱππαναβάτης, ὁ (Α) πάπ. ιππέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ἀνα βάτης (< ἀνα βαίνω)] …   Dictionary of Greek

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”